προσφέρω

προσφέρω
ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω]
1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.)
2. (σχετικά με έδεσμα ή ποτό) παραθέτω, κερνώ, τρατάρω (α. «μετά το γεύμα μάς προσέφεραν καφέ» β. «προσφέρειν τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα», Ιπποκρ.)
3. συνεισφέρω, δίνω συνεισφορά (α. «δεν προσφέρει τίποτε στην κοινωνία» β. «προσφέρω μετοίκιον» — πληρώνω φόρο μετοίκου, Ξεν.)
νεοελλ.
1. κάνω δωρεά
2. προτείνω, δίνω κάτι για πώληση ή ανταλλαγή («το κατάστημα προσφέρει κάθε είδους συσκευές σε τιμή ευκαιρίας»)
3. προτείνω χρηματικό αντάλλαγμα για την απόκτηση δικαιώματος («προσέφερε τη μεγαλύτερη τιμή στον πλειστηριασμό αυτού τού πίνακα»)
4. μέσ. προσφέρομαι
α) προθυμοποιούμαι να προσφέρω τις υπηρεσίες μου («προσφέρθηκε να μάς πάρει μαζί του»)
β) είμαι πρόσφορος, κατάλληλος («το κτήμα αυτό προσφέρεται για καλλιέργεια»)
5. (στον τ. προσφέρνω) μοιάζω, προσομοιάζω («προσφέρνει περισσότερο τού πατέρα, παρά τής μητέρας του»)
(μσν-αρχ.) μέσ. συμπεριφέρομαι («καὶ μὴν φίλοι γε προσφέρεσθε πρὸς φίλον», Ευρ.)
αρχ.
1. φέρνω κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο
2. συνεκδ. εφαρμόζω, προσαρμόζω («τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα», Αίσωπ.)
3. (συν. με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον
4. θέτω σε λειτουργία, σε εφαρμογή, μεταχειρίζομαι («τεχνήματα προφέρειν», Αισχύλ.)
5. προσθέτω («Ἀλκμέων πρὸς τὴν δωρεήν, ἐοῡσαν τοιαύτην, τοιάδε ἐπιτηδεύσας προσέφερε», Ηρόδ.)
6. (σχετικά με αναθήματα και θυσίες) αφιερώνω («μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσενέγκητέ μοι... ;», ΠΔ)
7. συνεκδ. υμνώ κάποιον
8. αποτείνω, εκφέρω («ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον τοιόνδε», Ηρόδ.)
9. (αμτβ.) μοιάζω με κάτι («προσφέρειν τρόπους παιδί», Τραγ. Αδέσπ.)
10. φθάνω («καὶ ὥσπερ εἰς λιμένα ἐκ χειμῶνος προσφέρεσθαι αὐτούς», Ξεν.)
11. κάνω έφοδο, εφορμώ («κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσηνείχθησαν καὶ τούτων ἐκράτησαν», Ηρόδ.)
12. (μέσ. και παθ.) πορεύομαι ή πλέω από ένα σημείο προς κάποιο άλλο
13. αποδίδω πρόσοδο («κλινοποιούς... οἵ δώδεκα μνᾱς ἀτελεῑς αὐτῷ προσέφερον», Δημοσθ.)
14. φρ. α) «προσφέρω χεῑρά τινι» — απλώνω το χέρι μου πάνω σε κάποιον
β) «τὰ προσφερόμενα πράγματα» — οι υποβαλλόμενες υποθέσεις
γ) «προσφέρομαι τι» — τρώω ή πίνω κάτι («τοιοῡτον σίτον ἡμᾱς προσφέρεσθαι δεῑν καὶ τοιοῡτον ποτόν», Ξεν.)
δ) «λόγους προσφέρω» — κάνω λόγο για κάτι, προτείνω κάτι («οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ ξυμβάσεως τοῑς στρατηγοῑς», Θουκ.)
ε) «ἄπορος προσφέρεσθαι» — το να μην παρέχει κανείς τη δυνατότητα για εκ τού συστάδην εμπλοκή (Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσφέρω — bring to pres subj act 1st sg προσφέρω bring to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρω — προσφέρω, πρόσφερα και προσέφερα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσενηνεγμένα — προσφέρω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσενήνεχθε — προσφέρω bring to perf imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to perf ind mp 2nd pl προσφέρω bring to plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρεσθε — προσφέρω bring to pres imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to pres ind mp 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρετε — προσφέρω bring to pres imperat act 2nd pl προσφέρω bring to pres ind act 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφέρῃ — προσφέρω bring to pres subj mp 2nd sg προσφέρω bring to pres ind mp 2nd sg προσφέρω bring to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιφερόμεθα — προσφέρω bring to pres ind mp 1st pl (epic doric) προσφέρω bring to imperf ind mp 1st pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιφέροντα — προσφέρω bring to pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσφέρω bring to pres part act masc acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”